ομότοιχος

ομότοιχος
-η, -ο (Α ὁμότοιχος, -ον)
1. αυτός που χωρίζεται από άλλον με μεσοτοιχία, με κοινό τοίχο, γειτονικός
2. (για κτήρια) αυτός που βρίσκεται παραπλεύρως, ο συνεχόμενος
νεοελλ.
φρ. «ομότοιχος ναύτης» — ναύτης που ανήκει στην ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη
αρχ.
μτφ. συναφής, παρεμφερής, παρόμοιος («λύπη μανίας ὁμότοιχος εἶναί μοι δοκεῑ», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + τοῖχος (πρβλ. ισό-τοιχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμότοιχος — having one common wall masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμότοιχον — ὁμότοιχος having one common wall masc/fem acc sg ὁμότοιχος having one common wall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοτοίχους — ὁμότοιχος having one common wall masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοειρκτής — ὁμοειρκτής, οῡ, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ὁμότοιχος ἐκ τοῡ αὐτοῡ γένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὁμοερκής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”